- ενδυματολόγος
- ο, η1. ο ειδικός στην ενδυματολογία (βλ. λ.).2. ο σχεδιαστής ενδυμασιών θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενδυματολόγος — ο / η πρόσωπο που ασκεί την τέχνη τής ενδυματολογίας … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Στρόχαϊμ, Έριχ φον — (Stroheim). Αμερικανός συνθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου (Βιέννη 1885 – Μορεπά, Παρίσι 1957). Μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1909 και άσκησε διάφορα επαγγέλματα, ωσότου έπαιξε στον κινηματογράφο ρόλους κομπάρσου, για να καταλήξει… … Dictionary of Greek
Τσαρούχης, Γιάννης — (Πειραιάς 1909 – Αθήνα 1989). Ζωγράφος και σκηνογράφος. Σπούδασε ζωγραφική και σκηνογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Πρωτοεμφανίστηκε με έργα του στην Αθήνα το 1938. Από τότε οργάνωσε πολλές ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό… … Dictionary of Greek
Φορτζάνο, Τζιοβακίνο — (Forzano, Μπόργκο Σαν Λορέντζο 1884 – Ρώμη 1970). Ιταλός δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, λιμπρετίστας και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Αναγνωρισμένος δημοσιογράφος και συγγραφέας επιφυλλίδων, αφιερώθηκε και στο θέατρο με… … Dictionary of Greek